- πεπτίδιο
- το(βιοχ.) αζωτούχα οργανική ουσία, η οποία συνήθως αποτελεί δομικό συστατικό τών πρωτεϊνών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. / γαλλ. peptide < pept- (< peptone) + κατάλ. -ide (βλ. λ. πεπτόνη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… … Dictionary of Greek
ινσουλίνη — Αντιδιαβητική ορμόνη που παράγεται στο πάγκρεας από τα β κύτταρα των νησίδων του Λάνγκερχανς. Πρόκειται για ένα μικρό πρωτεϊνικό μόριο, που αποτελείται από δύο πολυπεπτιδικές αλυσίδες (Α και Β), συνδεόμενες μεταξύ τους με γέφυρες θείου. Και οι… … Dictionary of Greek
πεπτιδάση — η (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο, ενεργό στα πεπτίδια και στα πολυπεπτίδια, όχι όμως στις πρωτεΐνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peptidase (< peptide + κατάλ. ase, βλ. λ. πεπτίδιο)] … Dictionary of Greek
πεπτιδικός — ή, ό φρ. «πεπτιδικός δεσμός» (βιοχ.) χημικός δεσμός με τον οποίο τα αμινοξέα, δηλ. τα συστατικά τών πρωτεϊνών, συνδέονται μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. liaison peptidique (< peptide + κατάλ. ique, βλ. λ. πεπτίδιο)] … Dictionary of Greek
πολυπεπτίδιο — το, Ν (βιοχ.) αλυσίδα αμινοξέων που περιέχει από 10 ώς 100 αμινοξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. polypeptide, πιθ. < γερμ. Polypeptid (< πολυ * + peptide «πεπτίδιο»)] … Dictionary of Greek
σήμα — (Νομ.). Στα νομικά, σ. χαρακτηρίζεται κάθε σημείο χρήσιμο για να ξεχωρίζει την προέλευση των κάθε λογής βιομηχανικών, γεωργικών κλπ. προϊόντων, καθώς και εμπορευμάτων ορισμένης εμπορικής επιχείρησης. Σ. ονομάζεται και αυτό το ίδιο το διακριτικό… … Dictionary of Greek
τρανσπεπτιδίωση — η, Ν (βιοχ.) η μεταφορά πεπτιδικής ρίζας από μια χημική ένωση, τον δότη, σε άλλην, τον δέκτη, η οποία πραγματοποιείται από ορισμένα πρωτεολυτικά ένζυμα, όπως είναι λ.χ., η τρυψίνη, η παπαΐνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
τριπεπτίδιο — το, Ν (βιοχ.) πολυπεπτίδιο που παρέχει με υδρόλυση τρία αμινοξέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tripeptide < tri (< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις) + peptide (πρβλ. πεπτίδιο)] … Dictionary of Greek
ανσερίνη — Οργανική ουσία (διπεπτίδιο) που αποτελείται από β αλανίνη και ιστιδίνη. Απαντάται μαζί με το πεπτίδιο καρνοσίνη στο μυϊκό σύστημα των θηλαστικών. Η ιδιομορφία της α. είναι ότι περιέχει το αμινοξύ β αλανίνη, γι’ αυτό και περιλαμβάνεται στις… … Dictionary of Greek
καλσιτονίνη — Ορμόνη που παράγεται από τα παραθυλακικά κύτταρα του θυρεοειδή αδένα. Πρόκειται για ένα πεπτίδιο 32 αμινοξέων, που προκύπτει από το κόψιμο ενός μεγαλύτερου πεπτιδίου (προορμόνη), ενώ περιέχει έναν δισουλφιδικό δεσμό, ώστε το μόριο να αποκτά… … Dictionary of Greek